2 Results found for "αξιοκρατικός".

αξιοκρατικός

positive forms (e.g. πιο αξιοκρατικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοκρατικός, etc.) αξιοκρατία f (axiokratía...


αξιοκρατία

“-cracy”), calque of English meritocracy. αξιοκρατία • (axiokratía) f (uncountable) meritocracy αξιοκρατικός (axiokratikós, “meritocratic”, adjective)...