απάρθενος • (apárthenos) m (feminine απάρθενη, neuter απάρθενο) (colloquial) virgin, chaste Synonyms: παρθένος (parthénos), αμόλυντος (amólyntos) (figuratively)...
αμόλυντη, neuter αμόλυντο) pure, chaste Synonyms: παρθένος (parthénos), απάρθενος (apárthenos) Derivations: Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο...
or παρθένος, neuter παρθένο) virgin Synonyms: αμόλυντος (amólyntos), απάρθενος (apárthenos) η Παρθένος Μαρία ― i Parthénos María ― the Virgin Mary pure...