αποπληθωριστικός • (apoplithoristikós) m (feminine αποπληθωριστική, neuter αποπληθωριστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποπληθωριστικός (apoplithoristikós) | αποπληθωριστική (apoplithoristikí) | αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) | αποπληθωριστικοί (apoplithoristikoí) | αποπληθωριστικές (apoplithoristikés) | αποπληθωριστικά (apoplithoristiká) | |
genitive | αποπληθωριστικού (apoplithoristikoú) | αποπληθωριστικής (apoplithoristikís) | αποπληθωριστικού (apoplithoristikoú) | αποπληθωριστικών (apoplithoristikón) | αποπληθωριστικών (apoplithoristikón) | αποπληθωριστικών (apoplithoristikón) | |
accusative | αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) | αποπληθωριστική (apoplithoristikí) | αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) | αποπληθωριστικούς (apoplithoristikoús) | αποπληθωριστικές (apoplithoristikés) | αποπληθωριστικά (apoplithoristiká) | |
vocative | αποπληθωριστικέ (apoplithoristiké) | αποπληθωριστική (apoplithoristikí) | αποπληθωριστικό (apoplithoristikó) | αποπληθωριστικοί (apoplithoristikoí) | αποπληθωριστικές (apoplithoristikés) | αποπληθωριστικά (apoplithoristiká) |