Perfect passive participle of αραχνιάζω (arachniázo, “become covered in cobwebs”), a verb with no passive forms.
αραχνιασμένος • (arachniasménos) m (feminine αραχνιασμένη, neuter αραχνιασμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραχνιασμένος • | αραχνιασμένη • | αραχνιασμένο • | αραχνιασμένοι • | αραχνιασμένες • | αραχνιασμένα • |
genitive | αραχνιασμένου • | αραχνιασμένης • | αραχνιασμένου • | αραχνιασμένων • | αραχνιασμένων • | αραχνιασμένων • |
accusative | αραχνιασμένο • | αραχνιασμένη • | αραχνιασμένο • | αραχνιασμένους • | αραχνιασμένες • | αραχνιασμένα • |
vocative | αραχνιασμένε • | αραχνιασμένη • | αραχνιασμένο • | αραχνιασμένοι • | αραχνιασμένες • | αραχνιασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αραχνιασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αραχνιασμένος, etc.) |