αρχινοσοκόμα • (archinosokóma) f (plural αρχινοσοκόμες, masculine αρχινοσοκόμος) (medicine) nurse see: νοσοκόμα f (nosokóma, “nurse”) and νόσος f (nósos...
αρχινοσοκόμας • (archinosokómas) f genitive singular of αρχινοσοκόμα (archinosokóma)...
αρχινοσοκόμες • (archinosokómes) f nominative/accusative/vocative plural of αρχινοσοκόμα (archinosokóma)...
αρχινοσοκόμων • (archinosokómon) (feminine) genitive plural of αρχινοσοκόμα (archinosokóma) (masculine) genitive plural of αρχινοσοκόμος (archinosokómos)...
αρχινοσοκόμος • (archinosokómos) m (plural αρχινοσοκόμοι, feminine αρχινοσοκόμα) (medicine) head nurse see: νοσοκόμος m (nosokómos, “nurse”) and νόσος f...