5 Results found for "αρχινοσοκόμα".

αρχινοσοκόμα

αρχινοσοκόμα • (archinosokóma) f (plural αρχινοσοκόμες, masculine αρχινοσοκόμος) (medicine) nurse see: νοσοκόμα f (nosokóma, “nurse”) and νόσος f (nósos...


αρχινοσοκόμας

αρχινοσοκόμας • (archinosokómas) f genitive singular of αρχινοσοκόμα (archinosokóma)...


αρχινοσοκόμες

αρχινοσοκόμες • (archinosokómes) f nominative/accusative/vocative plural of αρχινοσοκόμα (archinosokóma)...


αρχινοσοκόμων

αρχινοσοκόμων • (archinosokómon) (feminine) genitive plural of αρχινοσοκόμα (archinosokóma) (masculine) genitive plural of αρχινοσοκόμος (archinosokómos)...


αρχινοσοκόμος

αρχινοσοκόμος • (archinosokómos) m (plural αρχινοσοκόμοι, feminine αρχινοσοκόμα) (medicine) head nurse see: νοσοκόμος m (nosokómos, “nurse”) and νόσος f...