10 Results found for "αστικός".

αστικός

+ positive forms (e.g. πιο αστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αστικός, etc.) αστική τάξη f (astikí...


αστικού

αστικού • (astikoú) genitive masculine/neuter singular of αστικός (astikós)...


αστικούς

αστικούς • (astikoús) accusative masculine plural of αστικός (astikós)...


αστική

αστική • (astikí) nominative/accusative/vocative feminine singular of αστικός (astikós)...


αστικό

(astikó) accusative masculine singular of αστικός (astikós) nominative/accusative/vocative neuter singular of αστικός (astikós) αστικό • (astikó) n (plural...


αστικοί

αστικοί • (astikoí) nominative/vocative masculine plural of αστικός (astikós)...


αστικής

αστικής • (astikís) genitive feminine singular of αστικός (astikós)...


αστικών

αστικών • (astikón) genitive masculine/feminine/neuter plural of αστικός (astikós)...


αστικά

αστικά • (astiká) nominative/accusative/vocative neuter plural of αστικός (astikós)...


αστικές

αστικές • (astikés) nominative/accusative/vocative feminine plural of αστικός (astikós)...