2 Results found for "ασφαλιστήριοι".

ασφαλιστήριοι

ασφαλιστήριοι • (asfalistírioi) nominative/vocative masculine plural of ασφαλιστήριος (asfalistírios)...


ασφαλιστήριος

(asfalistírios) ασφαλιστήρια (asfalistíria) ασφαλιστήριο (asfalistírio) ασφαλιστήριοι (asfalistírioi) ασφαλιστήριες (asfalistíries) ασφαλιστήρια (asfalistíria)...