2 Results found for "αφτιάστηκα".

αφτιάστηκα

αφτιάστηκα • (aftiástika) first-person singular simple past of αφτιάζομαι (aftiázomai)...


αφτιάζομαι

αφτιάζομαι • (aftiázomai) deponent (past αφτιάστηκα) Alternative form of αυτιάζομαι (aftiázomai) This verb needs an inflection-table template. “αφτιάζομαι”...