2 Results found for "βαίνεσθαι".

βαίνεσθαι

IPA(key): /ˈve.nes.θe/ (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ˈve.nes.θe/ βαίνεσθαι • (baínesthai) present mediopassive infinitive of βαίνω (baínō)...


βαίνω

βαινέσθων   βαίνεσθε βαινέσθων active middle/passive infinitive βαίνειν βαίνεσθαι participle m βαίνων βαινόμενος f βαίνουσᾰ βαινομένη n βαῖνον βαινόμενον...