2 Results found for "βγάζοντας".

βγάζοντας

Hyphenation: βγά‧ζο‧ντας βγάζοντας • (vgázontas) (indeclinable) Present participle of βγάζω (vgázo): taking off, taking Βγάζοντας φωτογραφία στο μουσείο...


βγάζω

βγαλθείτε Other forms Active voice Passive voice Present participle➤ βγάζοντας ➤ — Perfect participle➤ έχοντας βγάλει ➤ βγαλμένος, ‑η, ‑ο 2 ➤ Nonfinite...