βιβλιόφιλοι • (vivliófiloi) m nominative/vocative plural of βιβλιόφιλος (vivliófilos)...
βιβλίο (vivlío, “book”) + -φιλος (-filos, “loving, liking, -phile”). βιβλιόφιλος • (vivliófilos) m (plural βιβλιόφιλοι) a bibliophile...