From βραχύ- (vrachý-, “short”) + χρόνος (chrónos, “time”).
βραχύχρονος • (vrachýchronos) m (feminine βραχύχρονη, neuter βραχύχρονο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βραχύχρονος (vrachýchronos) | βραχύχρονη (vrachýchroni) | βραχύχρονο (vrachýchrono) | βραχύχρονοι (vrachýchronoi) | βραχύχρονες (vrachýchrones) | βραχύχρονα (vrachýchrona) | |
genitive | βραχύχρονου (vrachýchronou) | βραχύχρονης (vrachýchronis) | βραχύχρονου (vrachýchronou) | βραχύχρονων (vrachýchronon) | βραχύχρονων (vrachýchronon) | βραχύχρονων (vrachýchronon) | |
accusative | βραχύχρονο (vrachýchrono) | βραχύχρονη (vrachýchroni) | βραχύχρονο (vrachýchrono) | βραχύχρονους (vrachýchronous) | βραχύχρονες (vrachýchrones) | βραχύχρονα (vrachýchrona) | |
vocative | βραχύχρονε (vrachýchrone) | βραχύχρονη (vrachýchroni) | βραχύχρονο (vrachýchrono) | βραχύχρονοι (vrachýchronoi) | βραχύχρονες (vrachýchrones) | βραχύχρονα (vrachýchrona) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βραχύχρονος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βραχύχρονος, etc.)