Hello, you have come here looking for the meaning of the word
δειγματίζω . In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
δειγματίζω , but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
δειγματίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
δειγματίζω you have here. The definition of the word
δειγματίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
δειγματίζω , as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Ancient Greek
Etymology
From δεῖγμα ( deîgma , “ example ” ) + -ίζω ( -ízō ) .
Pronunciation
IPA (key ) : /deːŋ.ma.tíz.dɔː/ → /ðiɣ.maˈti.zo/ → /ðiɣ.maˈti.zo/
Verb
δειγματίζω • (deigmatízō )
( intransitive ) to appear
5th c. BCE , Hippocrates , Letters , 19.40[ 1] :καὶ τὸ δῆξαν ζῶιον τὴν φαντασίην ἐπισκοτῆσαν φλαύροισι πνεύμασι πρὸς ἑξυτὸ δειγματίζει · kaì tò dêxan zôion tḕn phantasíēn episkotêsan phlaúroisi pneúmasi pròs hexutò deigmatízei ; (please add an English translation of this quotation)
3rd–2nd c. BCE , Aristophanes Byzantinus , Historiae Animalium Epitome , 2.31[ 2] :Ἄρχεται δὲ ὁ ἄρρην φέρειν τὸ σπέρμα περὶ τὰ δεκατέσσαρα ἔτη γενόμενος, ὅτε καὶ ταῖς θηλείαις τὰ καταμήνια δειγματίζει . Árkhetai dè ho árrhēn phérein tò spérma perì tà dekatéssara étē genómenos, hóte kaì taîs thēleíais tà katamḗnia deigmatízei . The male begins to bear sperm when he is around fourteen years old, when also to the females menstruation appears .
( transitive , Koine )
to make an example of , expose , disgrace , make a show of
70 CE – 110 CE ,
The Gospel of Matthew 1:19 :
Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν δειγματίσαι , ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν. Iōsḕph dè ho anḕr autês, díkaios ṑn kaì mḕ thélōn autḕn deigmatísai , eboulḗthē láthrāi apolûsai autḗn. so Joseph her husband, being righteous and not wanting to disgrace her, wished to divorce her in secret.
New Testament,
Epistle to the Colossians 2:15 :
ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ, θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ. apekdusámenos tàs arkhàs kaì tàs exousías edeigmátisen en parrhēsíāi, thriambeúsas autoùs en autôi. having stripped the authorities and the powers he made a spectacle of , triumphing over them in it.
to furnish a sample ; to prove
13–14 BCE , Papyri Tebtunis 2.576[ 3] :ιζ (ἔτους) σπόρος διγματισ(θεὶς) δημ(οσίων) γεωργ(ῶν), ἱερέων iz (étous) spóros digmatis(theìs) dēm(osíōn) geōrg(ôn), hieréōn (please add an English translation of this quotation)
4th. c. C.E. , Papyri Rylands 1.28 , pages 1v–2r , lines 31–34[ 4] :υποταυρος εαν αλληται / δειγματισθησεται ο τοι/ουτ[ο]ς απολεσθαι τι κρυ/φιμαιον [ὑπόταυρος ἐὰν ἅλληται, δειγματισθήσεται ὁ τοιοῦτος ἀπολέσθαι τι κρυφιμαΐον] hupótauros eàn hállētai, deigmatisthḗsetai ho toioûtos apolésthai ti kruphimaḯon if the perineum palpitates it will be proven that someone has killed something secret
to test , make trial of
4th c. C.E. , Papyrus Holmiensis , section 18, lines 19–21[ 5] :τὰ δὲ ἔρια ἐστυμμέ/να χαλάσας ποίησον. καὶ πρότερον δι/γμάτειζε · tà dè éria estummé/na khalásas poíēson. kaì próteron di/gmáteize ; (please add an English translation of this quotation)
4th c. C.E. , Papyrus Holmiensis , section 22, lines 29–30[ 5] :ἐν μολυβῷ χαλκίῳ ἐπιχάλα τὰ ἔρια καὶ διγ/μάτιζε καὶ ἔσται. en molubôi khalkíōi epikhála tà éria kaì dig/mátize kaì éstai. (please add an English translation of this quotation)
Inflection
References
^ Diels, Hermann , editor (1918 ), “Hippokratische Forschungen V. Eine neue Fassung des XIX. Hippokratesbriefes”, in Hermes , volume 53 , number 1, →JSTOR , page 67 of 57–87, lines 10–11
^ Lambros, Spyridon P. , editor (1885 ), Historiae Animalium Epitome subiunctis Aeliani Timothei aliorumque eclogis (Supplementum Aristotelicum; 1.1 ), Berlin: G. Reimer, page 41 , line 19
^ Grenfell, Bernard P. et al. , editors (1907 ), The Tebtunis Papyri (Graeco-Roman Archaeology; 2.2 ), London: H. Frowde, section 576, page 323
^ Hunt, Arthur S. , editor (1911 ), Catalogue of the Greek Papyri in the John Rylands Library Manchester , volume 1, Manchester, London, section 28, page 59
↑ 5.0 5.1 Lagercrantz, Otto , editor (1913 ), Papyrus Graecus Holmiensis (Arbeten utgifna med understöd af Vilhelm Ekmans universitetsfond, Uppsala; 13 ), Uppsala, Lepzig, pages 29, 35
“δειγματίζω ”, in Liddell & Scott (1940 ) A Greek–English Lexicon , Oxford: Clarendon Press
“δειγματίζω ”, in Liddell & Scott (1889 ) An Intermediate Greek–English Lexicon , New York: Harper & Brothers
δειγματίζω in Bailly, Anatole (1935 ) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français , Paris: Hachette
Bauer, Walter et al. (2001 ) A Greek–English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature , Third edition, Chicago: University of Chicago Press
δειγματίζω in the Diccionario Griego–Español en línea (2006–2024)
G1165 in Strong, James (1979 ) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
Greek
Verb
δειγματίζω • (deigmatízo ) (past δειγμάτισα , passive δειγματίζομαι )
to sample , take a sample
Conjugation
δειγματίζω δειγματίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
δειγματίζω
δειγματίσω
δειγματίζομαι
δειγματιστώ
2 sg
δειγματίζεις
δειγματίσεις
δειγματίζεσαι
δειγματιστείς
3 sg
δειγματίζει
δειγματίσει
δειγματίζεται
δειγματιστεί
1 pl
δειγματίζουμε , [‑ομε ]
δειγματίσουμε , [‑ομε ]
δειγματιζόμαστε
δειγματιστούμε
2 pl
δειγματίζετε
δειγματίσετε
δειγματίζεστε , δειγματιζόσαστε
δειγματιστείτε
3 pl
δειγματίζουν (ε )
δειγματίσουν (ε )
δειγματίζονται
δειγματιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
δειγμάτιζα
δειγμάτισα
δειγματιζόμουν (α )
δειγματίστηκα
2 sg
δειγμάτιζες
δειγμάτισες
δειγματιζόσουν (α )
δειγματίστηκες
3 sg
δειγμάτιζε
δειγμάτισε
δειγματιζόταν (ε )
δειγματίστηκε
1 pl
δειγματίζαμε
δειγματίσαμε
δειγματιζόμασταν , (‑όμαστε )
δειγματιστήκαμε
2 pl
δειγματίζατε
δειγματίσατε
δειγματιζόσασταν , (‑όσαστε )
δειγματιστήκατε
3 pl
δειγμάτιζαν , δειγματίζαν (ε )
δειγμάτισαν , δειγματίσαν (ε )
δειγματίζονταν , (δειγματιζόντουσαν )
δειγματίστηκαν , δειγματιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα δειγματίζω ➤
θα δειγματίσω ➤
θα δειγματίζομαι ➤
θα δειγματιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα δειγματίζεις , …
θα δειγματίσεις , …
θα δειγματίζεσαι , …
θα δειγματιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … δειγματίσει έχω, έχεις, … δειγματισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … δειγματιστεί είμαι , είσαι , … δειγματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … δειγματίσει είχα, είχες, … δειγματισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … δειγματιστεί ήμουν , ήσουν , … δειγματισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … δειγματίσει θα έχω, θα έχεις, … δειγματισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … δειγματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … δειγματισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
δειγμάτιζε
δειγμάτισε
—
δειγματίσου
2 pl
δειγματίζετε
δειγματίστε
δειγματίζεστε
δειγματιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
δειγματίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας δειγματίσει ➤
δειγματισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
δειγματίσει
δειγματιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: δείγμα n ( deígma , “ sample ” )