δημιουργών • (dimiourgón) m or f genitive plural of δημιουργός (dimiourgós)...
(dimiourgós) δημιουργοί (dimiourgoí) genitive δημιουργού (dimiourgoú) δημιουργών (dimiourgón) accusative δημιουργό (dimiourgó) δημιουργούς (dimiourgoús)...