διαλεκτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word διαλεκτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word διαλεκτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say διαλεκτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word διαλεκτικός you have here. The definition of the word διαλεκτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδιαλεκτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From διαλέγομαι (dialégomai, to have a conversation) +‎ -τῐκός (-tikós, verbal adjective suffix): literally, “related to conversation”.

Pronunciation

 

Adjective

δῐᾰλεκτῐκός (dialektikósm (feminine δῐᾰλεκτῐκή, neuter δῐᾰλεκτῐκόν); first/second declension (Attic, Koine)

  1. (rare) Conversational
  2. Skilled in dialectic
    • 386 BCE – 367 BCE, Plato, Cratylus 390c:
      Σωκράτης: τὸν δὲ ἐρωτᾶν καὶ ἀποκρίνεσθαι ἐπιστάμενον ἄλλο τι σὺ καλεῖς ἢ διαλεκτικόν;
      Sōkrátēs: tòn dè erōtân kaì apokrínesthai epistámenon állo ti sù kaleîs ḕ dialektikón;
      Socrates: And the one who knows how to ask questions and answer them – would you call him anything other than skilled in dialectic?
  3. Dialectical

Inflection

Derived terms

References

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /ði̯a.le.ktiˈkos/, /ðʝa.le.ktiˈkos/
  • Hyphenation: δι‧α‧λε‧κτι‧κός

Etymology 1

Learned borrowing from Ancient Greek διαλεκτικός (dialektikós).[1]

Adjective

διαλεκτικός (dialektikósm (feminine διαλεκτική, neuter διαλεκτικό)

  1. dialectical (of or pertaining to dialectic)
Declension
Declension of διαλεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαλεκτικός (dialektikós) διαλεκτική (dialektikí) διαλεκτικό (dialektikó) διαλεκτικοί (dialektikoí) διαλεκτικές (dialektikés) διαλεκτικά (dialektiká)
genitive διαλεκτικού (dialektikoú) διαλεκτικής (dialektikís) διαλεκτικού (dialektikoú) διαλεκτικών (dialektikón) διαλεκτικών (dialektikón) διαλεκτικών (dialektikón)
accusative διαλεκτικό (dialektikó) διαλεκτική (dialektikí) διαλεκτικό (dialektikó) διαλεκτικούς (dialektikoús) διαλεκτικές (dialektikés) διαλεκτικά (dialektiká)
vocative διαλεκτικέ (dialektiké) διαλεκτική (dialektikí) διαλεκτικό (dialektikó) διαλεκτικοί (dialektikoí) διαλεκτικές (dialektikés) διαλεκτικά (dialektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαλεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαλεκτικός, etc.)

Derived terms

Etymology 2

Learnedly from διάλεκτ(ος) (diálekt(os)) +‎ -ικός (-ikós), a calque of French dialectal.[1]

Adjective

διαλεκτικός (dialektikósm (feminine διαλεκτική, neuter διαλεκτικό)

  1. (linguistics) dialectal
Declension
Declension of διαλεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διαλεκτικός (dialektikós) διαλεκτική (dialektikí) διαλεκτικό (dialektikó) διαλεκτικοί (dialektikoí) διαλεκτικές (dialektikés) διαλεκτικά (dialektiká)
genitive διαλεκτικού (dialektikoú) διαλεκτικής (dialektikís) διαλεκτικού (dialektikoú) διαλεκτικών (dialektikón) διαλεκτικών (dialektikón) διαλεκτικών (dialektikón)
accusative διαλεκτικό (dialektikó) διαλεκτική (dialektikí) διαλεκτικό (dialektikó) διαλεκτικούς (dialektikoús) διαλεκτικές (dialektikés) διαλεκτικά (dialektiká)
vocative διαλεκτικέ (dialektiké) διαλεκτική (dialektikí) διαλεκτικό (dialektikó) διαλεκτικοί (dialektikoí) διαλεκτικές (dialektikés) διαλεκτικά (dialektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαλεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαλεκτικός, etc.)

Derived terms

References

  1. 1.0 1.1 διαλεκτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language