3 Results found for "είσοδοι".

είσοδοι

είσοδοι • (eísodoi) f nominative/vocative plural of είσοδος (eísodos)...


είσοδος

See also: εἴσοδος From Ancient Greek εἴσοδος (eísodos, “way in”). είσοδος • (eísodos) f (plural είσοδοι) entrance, way in έξοδος f (éxodos, “exit”)...


εἴσοδος

Singular Dual Plural Nominative ἡ εἴσοδος hē eísodos τὼ εἰσόδω tṑ eisódō αἱ εἴσοδοι hai eísodoi Genitive τῆς εἰσόδου tês eisódou τοῖν εἰσόδοιν toîn eisódoin...