Morphologically, from εν- (εγ-) (“in-”) + γράφω (“write”).
εγγράφω • (engráfo) (past ενέγραψα, passive εγγράφομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εγγράφω | εγγράψω | εγγράφομαι | εγγραφώ, εγγραφτώ |
2 sg | εγγράφεις | εγγράψεις | εγγράφεσαι | εγγραφείς, εγγραφτείς |
3 sg | εγγράφει | εγγράψει | εγγράφεται | εγγραφεί, εγγραφτεί |
1 pl | εγγράφουμε, [‑ομε] | εγγράψουμε, [‑ομε] | εγγραφόμαστε | εγγραφούμε, εγγραφτούμε |
2 pl | εγγράφετε | εγγράψετε | εγγράφεστε, εγγραφόσαστε | εγγραφείτε, εγγραφτείτε |
3 pl | εγγράφουν(ε) | εγγράψουν(ε) | εγγράφονται | εγγραφούν(ε), εγγραφτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ενέγραφα | ενέγραψα | εγγραφόμουν(α) | εγγράφηκα, εγγράφτηκα, [{ενεγράφην}]1 |
2 sg | ενέγραφες | ενέγραψες | εγγραφόσουν(α) | εγγράφηκες, εγγράφτηκες [{ενεγράφης}] |
3 sg | ενέγραφε | ενέγραψε | εγγραφόταν(ε) | εγγράφηκε, εγγράφτηκε, {ενεγράφη} |
1 pl | εγγράφαμε | εγγράψαμε | εγγραφόμασταν, (‑όμαστε) | εγγραφήκαμε, εγγραφτήκαμε, [{ενεγράφημεν}] |
2 pl | εγγράφατε | εγγράψατε | εγγραφόσασταν, (‑όσαστε) | εγγραφήκατε, εγγραφτήκατε, [{ενεγράφητε}] |
3 pl | ενέγραφαν, εγγράφαν(ε) | ενέγραψαν, εγγράψαν(ε) | εγγράφονταν, (εγγραφόντουσαν) | εγγράφηκαν, εγγράφτηκαν, εγγραφτήκαν(ε), {ενεγράφησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εγγράφω ➤ | θα εγγράψω ➤ | θα εγγράφομαι ➤ | θα εγγραφώ / εγγραφτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εγγράφεις, … | θα εγγράψεις, … | θα εγγράφεσαι, … | θα εγγραφείς / εγγραφτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εγγράψει έχω, έχεις, … εγγεγραμμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εγγραφεί / εγγραφτεί είμαι, είσαι, … εγγεγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εγγράψει είχα, είχες, … εγγεγραμμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εγγραφεί / εγγραφτεί ήμουν, ήσουν, … εγγεγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εγγράψει θα έχω, θα έχεις, … εγγεγραμμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εγγραφεί / εγγραφτεί θα είμαι, θα είσαι, … εγγεγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | [έγγραψε] | — | εγγράψου |
2 pl | εγγράφετε | εγγράψτε | εγγράφεστε | εγγραφείτε, εγγραφτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εγγράφοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εγγράψει ➤ | {εγγεγραμμένος, ‑η, ‑o} [εγγραμένος, ‑η, ‑o]2 ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εγγράψει | εγγραφεί, εγγραφτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Formal passsive forms, as in the ancient aorist ἐνεγράφην from the conjugation of ἐγγράφω. In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). 2. Rare colloquial. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||