3 Results found for "εγκεφάλους".

εγκεφάλους

εγκεφάλους • (egkefálous) m accusative plural of εγκέφαλος (egkéfalos)...


εγκέφαλος

εγκεφάλου (egkefálou) εγκεφάλων (egkefálon) accusative εγκέφαλο (egkéfalo) εγκεφάλους (egkefálous) vocative εγκέφαλε (egkéfale) εγκέφαλοι (egkéfaloi)...


ἐγκέφαλος

enképhalon ἐγκέφᾰλον enképhalon ἐγκεφᾰ́λω enkephálō ἐγκεφᾰ́λω enkephálō ἐγκεφᾰ́λους enkephálous ἐγκέφᾰλᾰ enképhala Vocative ἐγκέφᾰλε enképhale ἐγκέφᾰλον...