2 Results found for "ενηλικιώθηκα".

ενηλικιώθηκα

IPA(key): /e.ni.li.ciˈo.θi.ka/ Hyphenation: ε‧νη‧λι‧κι‧ώ‧θη‧κα ενηλικιώθηκα • (enilikióthika) first-person singular simple past of ενηλικιώνομαι (enilikiónomai)...


ενηλικιώνομαι

Hyphenation: εν‧η‧λι‧κι‧ώ‧νο‧μαι ενηλικιώνομαι • (enilikiónomai) deponent (past ενηλικιώθηκα) (intransitive) to become an adult (18 years old) (intransitive, figuratively)...