εξουσιοδότησης • (exousiodótisis) f genitive singular of εξουσιοδότηση (exousiodótisi)...
εξουσιοδότηση (exousiodótisi) εξουσιοδοτήσεις (exousiodotíseis) genitive εξουσιοδότησης (exousiodótisis) εξουσιοδοτήσεων (exousiodotíseon) accusative εξουσιοδότηση...