9 Results found for "εορτασμός".

εορτασμός

See also: ἑορτασμός γιορτασμός m (giortasmós) From Ancient Greek ἑορτασμός (heortasmós). εορτασμός • (eortasmós) m celebration see: εορτάζω (eortázo)...


εορτασμούς

εορτασμούς • (eortasmoús) m accusative plural of εορτασμός (eortasmós)...


εορτασμών

εορτασμών • (eortasmón) m genitive plural of εορτασμός (eortasmós)...


εορτασμού

εορτασμού • (eortasmoú) m genitive singular of εορτασμός (eortasmós)...


εορτασμό

εορτασμό • (eortasmó) m accusative singular of εορτασμός (eortasmós)...


εορτασμέ

εορτασμέ • (eortasmé) m vocative singular of εορτασμός (eortasmós)...


γιορτασμός

εορτασμός m (eortasmós) γιορτασμός • (giortasmós) m (plural γιορτασμοί) celebration see: γιορτάζω (giortázo)...


εορτασμοί

εορτασμοί • (eortasmoí) m nominative/accusative/vocative plural of εορτασμός (eortasmós)...


εορτάζω

εορταζόμενος (eortazómenos) εορτάζων (eortázon) εορτάσιμος (eortásimos) εορτασμός m (eortasmós, “celebration”) εορταστικός (eortastikós) εορτή f (eortí...