IPA(key): /e.pi.ðo.ciˈma.sti.ka/ Hyphenation: ε‧πι‧δο‧κι‧μά‧στη‧κα επιδοκιμάστηκα • (epidokimástika) first-person singular simple past of επιδοκιμάζομαι...
επιδοκιμάζομε (epidokimázome) επιδοκιμάζομαι • (epidokimázomai) passive (past επιδοκιμάστηκα, active επιδοκιμάζω) passive of επιδοκιμάζω (epidokimázo) for this verb's...
επιδοκιμάστηκα (epidokimástika) (less formal, standard) IPA(key): /e.pi.ðo.ciˈma.sθi.ka/ Hyphenation: ε‧πι‧δο‧κι‧μά‧σθη‧κα επιδοκιμάσθηκα • (epidokimásthika)...
Imperfect Simple past 1 sg επιδοκίμαζα επιδοκίμασα επιδοκιμαζόμουν(α) επιδοκιμάστηκα, επιδοκιμάσθηκα 2 sg επιδοκίμαζες επιδοκίμασες επιδοκιμαζόσουν(α) επιδοκιμάστηκες...