From Ancient Greek ἐπιθετικός (epithetikós).
επιθετικός • (epithetikós) m (feminine επιθετική, neuter επιθετικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιθετικός (epithetikós) | επιθετική (epithetikí) | επιθετικό (epithetikó) | επιθετικοί (epithetikoí) | επιθετικές (epithetikés) | επιθετικά (epithetiká) | |
genitive | επιθετικού (epithetikoú) | επιθετικής (epithetikís) | επιθετικού (epithetikoú) | επιθετικών (epithetikón) | επιθετικών (epithetikón) | επιθετικών (epithetikón) | |
accusative | επιθετικό (epithetikó) | επιθετική (epithetikí) | επιθετικό (epithetikó) | επιθετικούς (epithetikoús) | επιθετικές (epithetikés) | επιθετικά (epithetiká) | |
vocative | επιθετικέ (epithetiké) | επιθετική (epithetikí) | επιθετικό (epithetikó) | επιθετικοί (epithetikoí) | επιθετικές (epithetikés) | επιθετικά (epithetiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιθετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιθετικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επιθετικότερος", etc)
|
επιθετικός • (epithetikós) m (plural επιθετικοί, feminine επιθετική)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιθετικός (epithetikós) | επιθετικοί (epithetikoí) |
genitive | επιθετικού (epithetikoú) | επιθετικών (epithetikón) |
accusative | επιθετικό (epithetikó) | επιθετικούς (epithetikoús) |
vocative | επιθετικέ (epithetiké) | επιθετικοί (epithetikoí) |