επιθετικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word επιθετικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word επιθετικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say επιθετικός in singular and plural. Everything you need to know about the word επιθετικός you have here. The definition of the word επιθετικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεπιθετικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἐπιθετικός (epithetikós).

Adjective

επιθετικός (epithetikósm (feminine επιθετική, neuter επιθετικό)

  1. offensive, aggressive, relating to attack
    Antonym: αμυντικός (amyntikós)
    1. (sports) attacking, offensive (having to do with play directed at scoring)
  2. (grammar) adjectival

Declension

Declension of επιθετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιθετικός (epithetikós) επιθετική (epithetikí) επιθετικό (epithetikó) επιθετικοί (epithetikoí) επιθετικές (epithetikés) επιθετικά (epithetiká)
genitive επιθετικού (epithetikoú) επιθετικής (epithetikís) επιθετικού (epithetikoú) επιθετικών (epithetikón) επιθετικών (epithetikón) επιθετικών (epithetikón)
accusative επιθετικό (epithetikó) επιθετική (epithetikí) επιθετικό (epithetikó) επιθετικούς (epithetikoús) επιθετικές (epithetikés) επιθετικά (epithetiká)
vocative επιθετικέ (epithetiké) επιθετική (epithetikí) επιθετικό (epithetikó) επιθετικοί (epithetikoí) επιθετικές (epithetikés) επιθετικά (epithetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιθετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιθετικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιθετικότερος (epithetikóteros) επιθετικότερη (epithetikóteri) επιθετικότερο (epithetikótero) επιθετικότεροι (epithetikóteroi) επιθετικότερες (epithetikóteres) επιθετικότερα (epithetikótera)
genitive επιθετικότερου (epithetikóterou) επιθετικότερης (epithetikóteris) επιθετικότερου (epithetikóterou) επιθετικότερων (epithetikóteron) επιθετικότερων (epithetikóteron) επιθετικότερων (epithetikóteron)
accusative επιθετικότερο (epithetikótero) επιθετικότερη (epithetikóteri) επιθετικότερο (epithetikótero) επιθετικότερους (epithetikóterous) επιθετικότερες (epithetikóteres) επιθετικότερα (epithetikótera)
vocative επιθετικότερε (epithetikótere) επιθετικότερη (epithetikóteri) επιθετικότερο (epithetikótero) επιθετικότεροι (epithetikóteroi) επιθετικότερες (epithetikóteres) επιθετικότερα (epithetikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επιθετικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιθετικότατος (epithetikótatos) επιθετικότατη (epithetikótati) επιθετικότατο (epithetikótato) επιθετικότατοι (epithetikótatoi) επιθετικότατες (epithetikótates) επιθετικότατα (epithetikótata)
genitive επιθετικότατου (epithetikótatou) επιθετικότατης (epithetikótatis) επιθετικότατου (epithetikótatou) επιθετικότατων (epithetikótaton) επιθετικότατων (epithetikótaton) επιθετικότατων (epithetikótaton)
accusative επιθετικότατο (epithetikótato) επιθετικότατη (epithetikótati) επιθετικότατο (epithetikótato) επιθετικότατους (epithetikótatous) επιθετικότατες (epithetikótates) επιθετικότατα (epithetikótata)
vocative επιθετικότατε (epithetikótate) επιθετικότατη (epithetikótati) επιθετικότατο (epithetikótato) επιθετικότατοι (epithetikótatoi) επιθετικότατες (epithetikótates) επιθετικότατα (epithetikótata)

Noun

επιθετικός (epithetikósm (plural επιθετικοί, feminine επιθετική)

  1. (sports) striker, forward
  2. aggressor

Declension

Declension of επιθετικός
singular plural
nominative επιθετικός (epithetikós) επιθετικοί (epithetikoí)
genitive επιθετικού (epithetikoú) επιθετικών (epithetikón)
accusative επιθετικό (epithetikó) επιθετικούς (epithetikoús)
vocative επιθετικέ (epithetiké) επιθετικοί (epithetikoí)

Further reading