επιπόλαιος • (epipólaios) m (feminine επιπόλαιη, neuter επιπόλαιο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιπόλαιος (epipólaios) | επιπόλαιη (epipólaii) | επιπόλαιο (epipólaio) | επιπόλαιοι (epipólaioi) | επιπόλαιες (epipólaies) | επιπόλαια (epipólaia) | |
genitive | επιπόλαιου (epipólaiou) | επιπόλαιης (epipólaiis) | επιπόλαιου (epipólaiou) | επιπόλαιων (epipólaion) | επιπόλαιων (epipólaion) | επιπόλαιων (epipólaion) | |
accusative | επιπόλαιο (epipólaio) | επιπόλαιη (epipólaii) | επιπόλαιο (epipólaio) | επιπόλαιους (epipólaious) | επιπόλαιες (epipólaies) | επιπόλαια (epipólaia) | |
vocative | επιπόλαιε (epipólaie) | επιπόλαιη (epipólaii) | επιπόλαιο (epipólaio) | επιπόλαιοι (epipólaioi) | επιπόλαιες (epipólaies) | επιπόλαια (epipólaia) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιπόλαιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιπόλαιος, etc.)