λιόχαρος (liócharos) ηλιόχαρος • (iliócharos) m (feminine ηλιόχαρη, neuter ηλιόχαρο) sundrenched, sunny see: ήλιος m (ílios, “sun”)...
λιόχαρος • (liócharos) m (feminine λιόχαρη, neuter λιόχαρο) Alternative form of ηλιόχαρος (iliócharos)...
(ilióloutro, “sunbathing, sun therapy”) ηλιόφωτος (iliófotos, “sunny”) ηλιόχαρος (iliócharos, “sunny”) ηλιοψημένος (iliopsiménos, “suntanned”) λιάζω (liázo...