θηριώδης • (thiriódis) m (feminine θηριώδης, neuter θηριώδες)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηριώδης • | θηριώδης • | θηριώδες • | θηριώδεις • | θηριώδεις • | θηριώδη • |
genitive | θηριώδους • / θηριώδη • | θηριώδους • | θηριώδους • | θηριωδών • | θηριωδών • | θηριωδών • |
accusative | θηριώδη • | θηριώδη • | θηριώδες • | θηριώδεις • | θηριώδεις • | θηριώδη • |
vocative | θηριώδη • / θηριώδης • | θηριώδης • | θηριώδες • | θηριώδεις • | θηριώδεις • | θηριώδη • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θηριώδης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θηριώδης, etc.) |