άγριος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word άγριος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word άγριος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say άγριος in singular and plural. Everything you need to know about the word άγριος you have here. The definition of the word άγριος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofάγριος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: ἄγριος

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἄγριος (ágrios).

Adjective

άγριος (ágriosm (feminine άγρια, neuter άγριο)

  1. (of animals) undomesticated, untamed, feral, wild
  2. (of plants) wild, uncultivated
  3. (of persons) uncouth, unsociable, uncivilised (UK), uncivilized (US)

Declension

Declension of άγριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγριος (ágrios) άγρια (ágria) άγριο (ágrio) άγριοι (ágrioi) άγριες (ágries) άγρια (ágria)
genitive άγριου (ágriou) άγριας (ágrias) άγριου (ágriou) άγριων (ágrion) άγριων (ágrion) άγριων (ágrion)
accusative άγριο (ágrio) άγρια (ágria) άγριο (ágrio) άγριους (ágrious) άγριες (ágries) άγρια (ágria)
vocative άγριε (ágrie) άγρια (ágria) άγριο (ágrio) άγριοι (ágrioi) άγριες (ágries) άγρια (ágria)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άγριος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άγριος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγριότερος (agrióteros) αγριότερη (agrióteri) αγριότερο (agriótero) αγριότεροι (agrióteroi) αγριότερες (agrióteres) αγριότερα (agriótera)
genitive αγριότερου (agrióterou) αγριότερης (agrióteris) αγριότερου (agrióterou) αγριότερων (agrióteron) αγριότερων (agrióteron) αγριότερων (agrióteron)
accusative αγριότερο (agriótero) αγριότερη (agrióteri) αγριότερο (agriótero) αγριότερους (agrióterous) αγριότερες (agrióteres) αγριότερα (agriótera)
vocative αγριότερε (agriótere) αγριότερη (agrióteri) αγριότερο (agriótero) αγριότεροι (agrióteroi) αγριότερες (agrióteres) αγριότερα (agriótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγριότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγριότατος (agriótatos) αγριότατη (agriótati) αγριότατο (agriótato) αγριότατοι (agriótatoi) αγριότατες (agriótates) αγριότατα (agriótata)
genitive αγριότατου (agriótatou) αγριότατης (agriótatis) αγριότατου (agriótatou) αγριότατων (agriótaton) αγριότατων (agriótaton) αγριότατων (agriótaton)
accusative αγριότατο (agriótato) αγριότατη (agriótati) αγριότατο (agriótato) αγριότατους (agriótatous) αγριότατες (agriótates) αγριότατα (agriótata)
vocative αγριότατε (agriótate) αγριότατη (agriótati) αγριότατο (agriótato) αγριότατοι (agriótatoi) αγριότατες (agriótates) αγριότατα (agriótata)

See also