Learnedly, from Hellenistic Koine Greek καταργῶ (katargô),[1] contracted form of καταργέω (katargéō, “leave unemployed; abolish”). By surface analysis, κατ- (kat-) + αργώ (argó), from ἀργός (argós, “idle”) / αργός.
καταργώ • (katargó) (past κατάργησα/κατήργησα, passive καταργούμαι, p‑past καταργήθηκα, ppp καταργημένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | καταργώ | καταργήσω | καταργούμαι | καταργηθώ |
2 sg | καταργείς | καταργήσεις | καταργείσαι | καταργηθείς |
3 sg | καταργεί | καταργήσει | καταργείται | καταργηθεί |
1 pl | καταργούμε | καταργήσουμε, [-ομε] | καταργούμαστε | καταργηθούμε |
2 pl | καταργείτε | καταργήσετε | καταργείστε | καταργηθείτε |
3 pl | καταργούν(ε) | καταργήσουν(ε) | καταργούνται | καταργηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | καταργούσα | κατάργησα, κατήργησα | [καταργούμουν(α)] | καταργήθηκα |
2 sg | καταργούσες | κατάργησες, κατήργησες | [καταργούσουν(α)] | καταργήθηκες |
3 sg | καταργούσε | κατάργησε, κατήργησε | καταργούνταν, {καταργείτο} | καταργήθηκε |
1 pl | καταργούσαμε | καταργήσαμε | καταργούμασταν, (‑ούμαστε) | καταργηθήκαμε |
2 pl | καταργούσατε | καταργήσατε | [καταργούσασταν, (‑ούσαστε)] | καταργηθήκατε |
3 pl | καταργούσαν(ε) | κατάργησαν, καταργήσαν(ε), κατήργησαν | καταργούνταν, {καταργούντο} | καταργήθηκαν, καταργηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα καταργώ ➤ | θα καταργήσω ➤ | θα καταργούμαι ➤ | θα καταργηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα καταργείς, … | θα καταργήσεις, … | θα καταργείσαι, … | θα καταργηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … καταργήσει έχω, έχεις, … καταργημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … καταργηθεί είμαι, είσαι, … καταργημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … καταργήσει είχα, είχες, … καταργημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … καταργηθεί ήμουν, ήσουν, … καταργημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … καταργήσει θα έχω, θα έχεις, … καταργημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … καταργηθεί θα είμαι, θα είσαι, … καταργημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | κατάργησε | — | καταργήσου |
2 pl | καταργείτε | καταργήστε | καταργείστε | καταργηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | καταργώντας ➤ | καταργούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας καταργήσει ➤ | καταργημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | καταργήσει | καταργηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||