Hello, you have come here looking for the meaning of the word
κουβεντιάζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
κουβεντιάζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
κουβεντιάζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
κουβεντιάζω you have here. The definition of the word
κουβεντιάζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
κουβεντιάζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From κουβέντ(α) (kouvént(a)) + -ιάζω (-iázo).[1][2]
Pronunciation
- IPA(key): /ku.venˈdʝa.zo/, /ku.venˈdi̯a.zo/
- Hyphenation: κου‧βε‧ντιά‧ζω
Verb
κουβεντιάζω • (kouventiázo) (past κουβέντιασα, passive κουβεντιάζομαι, p‑past κουβεντιάστηκα, ppp κουβεντιασμένος)
- (intransitive) to chat (to be engaged in informal conversation)
- (transitive) to talk about (to discuss)
- (familiar, transitive) to talk about, to gossip about (to spread information about third parties in conversation, often negatively)
- Synonyms: κουτσομπολεύω (koutsompolévo), κακολογώ (kakologó)
Conjugation
κουβεντιάζω κουβεντιάζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
κουβεντιάζω
|
κουβεντιάσω
|
κουβεντιάζομαι
|
κουβεντιαστώ
|
2 sg
|
κουβεντιάζεις
|
κουβεντιάσεις
|
κουβεντιάζεσαι
|
κουβεντιαστείς
|
3 sg
|
κουβεντιάζει
|
κουβεντιάσει
|
κουβεντιάζεται
|
κουβεντιαστεί
|
|
1 pl
|
κουβεντιάζουμε, [‑ομε]
|
κουβεντιάσουμε, [‑ομε]
|
κουβεντιαζόμαστε
|
κουβεντιαστούμε
|
2 pl
|
κουβεντιάζετε
|
κουβεντιάσετε
|
κουβεντιάζεστε, κουβεντιαζόσαστε
|
κουβεντιαστείτε
|
3 pl
|
κουβεντιάζουν(ε)
|
κουβεντιάσουν(ε)
|
κουβεντιάζονται
|
κουβεντιαστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
κουβέντιαζα
|
κουβέντιασα
|
κουβεντιαζόμουν(α)
|
κουβεντιάστηκα
|
2 sg
|
κουβέντιαζες
|
κουβέντιασες
|
κουβεντιαζόσουν(α)
|
κουβεντιάστηκες
|
3 sg
|
κουβέντιαζε
|
κουβέντιασε
|
κουβεντιαζόταν(ε)
|
κουβεντιάστηκε
|
|
1 pl
|
κουβεντιάζαμε
|
κουβεντιάσαμε
|
κουβεντιαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
κουβεντιαστήκαμε
|
2 pl
|
κουβεντιάζατε
|
κουβεντιάσατε
|
κουβεντιαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
κουβεντιαστήκατε
|
3 pl
|
κουβέντιαζαν, κουβεντιάζαν(ε)
|
κουβέντιασαν, κουβεντιάσαν(ε)
|
κουβεντιάζονταν, (κουβεντιαζόντουσαν)
|
κουβεντιάστηκαν, κουβεντιαστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα κουβεντιάζω ➤
|
θα κουβεντιάσω ➤
|
θα κουβεντιάζομαι ➤
|
θα κουβεντιαστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα κουβεντιάζεις, …
|
θα κουβεντιάσεις, …
|
θα κουβεντιάζεσαι, …
|
θα κουβεντιαστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … κουβεντιάσει έχω, έχεις, … κουβεντιασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … κουβεντιαστεί είμαι, είσαι, … κουβεντιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … κουβεντιάσει είχα, είχες, … κουβεντιασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … κουβεντιαστεί ήμουν, ήσουν, … κουβεντιασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … κουβεντιάσει θα έχω, θα έχεις, … κουβεντιασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … κουβεντιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … κουβεντιασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
κουβέντιαζε
|
κουβέντιασε
|
—
|
κουβεντιάσου
|
2 pl
|
κουβεντιάζετε
|
κουβεντιάστε
|
κουβεντιάζεστε
|
κουβεντιαστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
κουβεντιάζοντας ➤
|
κουβεντιαζόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας κουβεντιάσει ➤
|
κουβεντιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
κουβεντιάσει
|
κουβεντιαστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References
- ^ κουβεντιάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ κουβεντιάζω - Kriaras, Emmanuel (1969-) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Epitomí tou Lexikoú tis Mesaionikís Ellinikís Dimódous Grammateías) [Concise Dictionary of the Kriaras' Dictionary of Medieval Vulgar Greek Literature (1100–1669) Vols. 1–14. Vols 15- under I. Kazazes.)] (in Greek), Thessaloniki: Centre for the Greek language Online edition (abbreviations) Printed edition 2022: 22 vols.)