πολιορκητικοί κριοί • (poliorkitikoí krioí) m nominative/vocative plural of πολιορκητικός κριός (poliorkitikós kriós)...
πολιορκητικός κριός • (poliorkitikós kriós) m (plural πολιορκητικοί κριοί) battering ram...
page 974. From Ancient Greek κριός (kriós). κριός • (kriós) m (plural κριοί) ram, male sheep battering ram κριάρι n (kriári) πολιορκητικός κριός m (poliorkitikós...