4 Results found for "κριοί".

κριοί

κριοί • (krioí) m nominative plural of κριός (kriós) vocative plural of κριός (kriós)...


πολιορκητικοί κριοί

πολιορκητικοί κριοί • (poliorkitikoí krioí) m nominative/vocative plural of πολιορκητικός κριός (poliorkitikós kriós)...


πολιορκητικός κριός

πολιορκητικός κριός • (poliorkitikós kriós) m (plural πολιορκητικοί κριοί) battering ram...


κριός

page 974. From Ancient Greek κριός (kriós). κριός • (kriós) m (plural κριοί) ram, male sheep battering ram κριάρι n (kriári) πολιορκητικός κριός m (poliorkitikós...