3 Results found for "κύκνο".

κύκνο

κύκνο • (kýkno) m accusative singular of κύκνος (kýknos)...


κύκνος

κύκνος (kýknos) κύκνοι (kýknoi) genitive κύκνου (kýknou) κύκνων (kýknon) accusative κύκνο (kýkno) κύκνους (kýknous) vocative κύκνε (kýkne) κύκνοι (kýknoi)...


Κύκνος

Declension of Κύκνος singular nominative Κύκνος (Kýknos) genitive Κύκνου (Kýknou) accusative Κύκνο (Kýkno) vocative Κύκνο (Kýkno)...