From Koine Greek λησμονῶ (lēsmonô), from λήσμων (lḗsmōn, “forgetful”), from λάθμων (láthmōn), from verb λανθάνω (lanthánō, “to escape notice, to forget”)
λησμονώ • (lismonó) / λησμονάω (past λησμόνησα, passive λησμονούμαι/λησμονιέμαι, p‑past λησμονήθηκα, ppp λησμονημένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | λησμονώ - λησμονάω1 | λησμονήσω | λησμονούμαι - λησμονιέμαι1 | λησμονηθώ |
2 sg | λησμονείς - λησμονάς | λησμονήσεις | λησμονείσαι - λησμονιέσαι | λησμονηθείς |
3 sg | λησμονεί - λησμονάει | λησμονήσει | λησμονείται - λησμονιέται | λησμονηθεί |
1 pl | λησμονούμε - λησμονάμε | λησμονήσουμε, [-ομε] | λησμονούμαστε - λησμονιόμαστε | λησμονηθούμε |
2 pl | λησμονείτε - λησμονάτε | λησμονήσετε | λησμονείστε, {λησμονείσθε} - λησμονιέστε, (‑ιόσαστε) | λησμονηθείτε |
3 pl | λησμονούν(ε) - λησμονάνε, λησμονάν | λησμονήσουν(ε) | λησμονούνται - λησμονιούνται, (‑ιόνται) | λησμονηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | λησμονούσα - λησμόναγα | λησμόνησα | [λησμονούμουν]2 - λησμονιόμουν(α) | λησμονήθηκα |
2 sg | λησμονούσες - λησμόναγες | λησμόνησες | [λησμονούσουν] - λησμονιόσουν(α) | λησμονήθηκες |
3 sg | λησμονούσε - λησμόναγε | λησμόνησε | λησμονούνταν -λησμονιόταν(ε) | λησμονήθηκε |
1 pl | λησμονούσαμε - λησμονάγαμε | λησμονήσαμε | λησμονούμασταν, (‑ούμαστε) - λησμονιόμασταν, (‑ιόμαστε) | λησμονηθήκαμε |
2 pl | λησμονούσατε - λησμονάγατε | λησμονήσατε | [λησμονούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - λησμονιόσασταν, (‑ιόσαστε) | λησμονηθήκατε |
3 pl | λησμονούσαν(ε) - λησμόναγαν, λησμονάγανε | λησμόνησαν, λησμονήσαν(ε) | λησμονούνταν - λησμονιόνταν(ε), λησμονιόντουσαν, λησμονιούνταν | λησμονήθηκαν, λησμονηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα λησμονώ - θα λησμονάω ➤ | θα λησμονήσω ➤ | θα λησμονούμαι - λησμονιέμαι ➤ | θα λησμονηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα λησμονείς - λησμονάς, … | θα λησμονήσεις, … | θα λησμονείσαι - λησμονιέσαι, … | θα λησμονηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … λησμονήσει έχω, έχεις, … λησμονημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … λησμονηθεί είμαι, είσαι, … λησμονημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … λησμονήσει είχα, είχες, … λησμονημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … λησμονηθεί ήμουν, ήσουν, … λησμονημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … λησμονήσει θα έχω, θα έχεις, … λησμονημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … λησμονηθεί θα είμαι, θα είσαι, … λησμονημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | λησμόνα, λησμόναγε | λησμόνησε, λησμόνα | — | λησμονήσου |
2 pl | λησμονείτε - λησμονάτε | λησμονήστε | λησμονείστε - λησμονιέστε | λησμονηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | λησμονώντας ➤ | λησμονούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας λησμονήσει ➤ | λησμονημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | λησμονήσει | λησμονηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||