Hyphenation: λο‧γο‧παί‧γνι‧ο λογοπαίγνιο • (logopaígnio) n (plural λογοπαίγνια) play on words, wordplay, pun ^ λογοπαίγνιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής...
(ḳalamburi), ზმა (zma) German: Wortspiel (de) n, Kalauer (de) m Greek: λογοπαίγνιο (el) n (logopaígnio) Hebrew: מִשְׂחַק מִלִּים (misḥáq milím), לָשׁוֹן...
sanaleikki (fi) French: jeu de mots (fr) m German: Wortspiel (de) n Greek: λογοπαίγνιο (el) n (logopaígnio) Hungarian: szójáték (hu) Japanese: 言葉遊び (ja) (ことばあそび...