2 Results found for "μονότονο".

μονότονο

μονότονο • (monótono) accusative masculine singular of μονότονος (monótonos) nominative neuter singular of μονότονος (monótonos) accusative neuter singular...


μονότονος

+‎ τόνος (tónos) μονότονος • (monótonos) m (feminine μονότονη, neuter μονότονο) (music) monotonous, flat dull, boring Synonym: ανιαρός (aniarós) Derivations:...