2 Results found for "μυτοτσίμπιδα".

μυτοτσίμπιδα

μυτοτσίμπιδα • (mytotsímpida) n nominative plural of μυτοτσίμπιδο (mytotsímpido) accusative plural of μυτοτσίμπιδο (mytotsímpido) vocative plural of μυτοτσίμπιδο...


μυτοτσίμπιδο

point”) +‎ τσιμπίδα (tsimpída, “pliers, tongs”) μυτοτσίμπιδο • (mytotsímpido) n (plural μυτοτσίμπιδα) needlenose pliers τανάλια f (tanália, “pliers”)...