Inherited from Byzantine Greek πεισματάρης (peismatárēs). By surface analysis, from the πεισματ- stem of πείσμα (peísma) + -άρης (-áris).[1]
πεισματάρης • (peismatáris) m (feminine πεισματάρα, neuter πεισματάρικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πεισματάρης • | πεισματάρα • | πεισματάρικο • | πεισματάρηδες • | πεισματάρες • | πεισματάρικα • |
genitive | πεισματάρη • | πεισματάρας • | πεισματάρικου • | πεισματάρηδων • | — | πεισματάρικων • |
accusative | πεισματάρη • | πεισματάρα • | πεισματάρικο • | πεισματάρηδες • | πεισματάρες • | πεισματάρικα • |
vocative | πεισματάρη • | πεισματάρα • | πεισματάρικο • | πεισματάρηδες • | πεισματάρες • | πεισματάρικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πεισματάρης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πεισματάρης, etc.) |