IPA(key): /ˈpli.o.nos/ (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ˈpli.o.nos/ πλείονος • (pleíonos) masculine/feminine/neuter genitive singular of πλείων (pleíōn)...
Κορίνθιοι δὲ προπυθόμενοι ἐξ Ἄργους ὅτι ἡ στρατιὰ ἥξει τῶν Ἀθηναίων, ἐκ πλείονος ἐβοήθησαν ἐς Ἰσθμὸν Korínthioi dè proputhómenoi ex Árgous hóti hē stratià...
πλείους pleíones / pleíous πλείονᾰ / πλείω pleíonă / pleíō Genitive πλείονος pleíonos πλείονος pleíonos πλειόνοιν pleiónoin πλειόνοιν pleiónoin πλειόνων pleiónōn...
περὶ τῶν μικρῶν συναλλαγμάτων, ὅσα δραχμιαῖα καὶ πεντάδραχμα καὶ μικρῷ πλείονος. δεῖ μὲν γὰρ καὶ περὶ τούτων γίνεσθαι κρίσιν, οὐκ ἐμπίπτει δὲ εἰς δικαστῶν...