πληγώνω • (pligóno) (past πλήγωσα, passive πληγώνομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | πληγώνω | πληγώσω | πληγώνομαι | πληγωθώ |
2 sg | πληγώνεις | πληγώσεις | πληγώνεσαι | πληγωθείς |
3 sg | πληγώνει | πληγώσει | πληγώνεται | πληγωθεί |
1 pl | πληγώνουμε, [‑ομε] | πληγώσουμε, [‑ομε] | πληγωνόμαστε | πληγωθούμε |
2 pl | πληγώνετε | πληγώσετε | πληγώνεστε, πληγωνόσαστε | πληγωθείτε |
3 pl | πληγώνουν(ε) | πληγώσουν(ε) | πληγώνονται | πληγωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | πλήγωνα | πλήγωσα | πληγωνόμουν(α) | πληγώθηκα |
2 sg | πλήγωνες | πλήγωσες | πληγωνόσουν(α) | πληγώθηκες |
3 sg | πλήγωνε | πλήγωσε | πληγωνόταν(ε) | πληγώθηκε |
1 pl | πληγώναμε | πληγώσαμε | πληγωνόμασταν, (‑όμαστε) | πληγωθήκαμε |
2 pl | πληγώνατε | πληγώσατε | πληγωνόσασταν, (‑όσαστε) | πληγωθήκατε |
3 pl | πλήγωναν, πληγώναν(ε) | πλήγωσαν, πληγώσαν(ε) | πληγώνονταν, (πληγωνόντουσαν) | πληγώθηκαν, πληγωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα πληγώνω ➤ | θα πληγώσω ➤ | θα πληγώνομαι ➤ | θα πληγωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πληγώνεις, … | θα πληγώσεις, … | θα πληγώνεσαι, … | θα πληγωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πληγώσει έχω, έχεις, … πληγωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … πληγωθεί είμαι, είσαι, … πληγωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πληγώσει είχα, είχες, … πληγωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … πληγωθεί ήμουν, ήσουν, … πληγωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πληγώσει θα έχω, θα έχεις, … πληγωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … πληγωθεί θα είμαι, θα είσαι, … πληγωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | πλήγωνε | πλήγωσε | — | πληγώσου |
2 pl | πληγώνετε | πληγώστε | πληγώνεστε | πληγωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | πληγώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας πληγώσει ➤ | πληγωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | πληγώσει | πληγωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||