1 Results found for "πουτανίδιο".

πουτανίδιο

πουτάν(α) (poután(a), “whore”) +‎ -ίδιο (-ídio, dimininutive learned suffix) πουτανίδιο • (poutanídio) n (plural πουτανίδια) (vulgar, uncommon) little whore,...