2 Results found for "σεληνιακοί".

σεληνιακοί

σεληνιακοί • (seliniakoí) nominative masculine plural of σεληνιακός (seliniakós) vocative masculine plural of σεληνιακός (seliniakós)...


σεληνιακός

selēnĭăkón σεληνῐᾰκώ selēnĭăkṓ σεληνῐᾰκᾱ́ selēnĭăkā́ σεληνῐᾰκώ selēnĭăkṓ σεληνῐᾰκοί selēnĭăkoí σεληνῐᾰκαί selēnĭăkaí σεληνῐᾰκᾰ́ selēnĭăkắ Genitive σεληνῐᾰκοῦ...