Perfect participle of σπάζομαι (spázomai), passive voice of σπάζω (“Ι break”). Also perfect passive participle of σπάω (spáo), an active parallel form with no passive forms.
σπασμένος • (spasménos) m (feminine σπασμένη, neuter σπασμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σπασμένος • | σπασμένη • | σπασμένο • | σπασμένοι • | σπασμένες • | σπασμένα • |
genitive | σπασμένου • | σπασμένης • | σπασμένου • | σπασμένων • | σπασμένων • | σπασμένων • |
accusative | σπασμένο • | σπασμένη • | σπασμένο • | σπασμένους • | σπασμένες • | σπασμένα • |
vocative | σπασμένε • | σπασμένη • | σπασμένο • | σπασμένοι • | σπασμένες • | σπασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σπασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σπασμένος, etc.) |