Perfect participle of στενοχωριέμαι (stenochoriémai) / στενοχωρούμαι, passive voice of στενοχωρώ (“I upset, make someone sad”).
στενοχωρημένος • (stenochoriménos) m (feminine στενοχωρημένη, neuter στενοχωρημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στενοχωρημένος (stenochoriménos) | στενοχωρημένη (stenochoriméni) | στενοχωρημένο (stenochoriméno) | στενοχωρημένοι (stenochoriménoi) | στενοχωρημένες (stenochoriménes) | στενοχωρημένα (stenochoriména) | |
genitive | στενοχωρημένου (stenochoriménou) | στενοχωρημένης (stenochoriménis) | στενοχωρημένου (stenochoriménou) | στενοχωρημένων (stenochoriménon) | στενοχωρημένων (stenochoriménon) | στενοχωρημένων (stenochoriménon) | |
accusative | στενοχωρημένο (stenochoriméno) | στενοχωρημένη (stenochoriméni) | στενοχωρημένο (stenochoriméno) | στενοχωρημένους (stenochoriménous) | στενοχωρημένες (stenochoriménes) | στενοχωρημένα (stenochoriména) | |
vocative | στενοχωρημένε (stenochoriméne) | στενοχωρημένη (stenochoriméni) | στενοχωρημένο (stenochoriméno) | στενοχωρημένοι (stenochoriménoi) | στενοχωρημένες (stenochoriménes) | στενοχωρημένα (stenochoriména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στενοχωρημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στενοχωρημένος, etc.)