στραβισμών • (stravismón) m genitive plural of στραβισμός (stravismós)...
(stravismós) στραβισμοί (stravismoí) genitive στραβισμού (stravismoú) στραβισμών (stravismón) accusative στραβισμό (stravismó) στραβισμούς (stravismoús)...