2 Results found for "στραβισμών".

στραβισμών

στραβισμών • (stravismón) m genitive plural of στραβισμός (stravismós)...


στραβισμός

(stravismós) στραβισμοί (stravismoí) genitive στραβισμού (stravismoú) στραβισμών (stravismón) accusative στραβισμό (stravismó) στραβισμούς (stravismoús)...