Perfect participle of συγκινούμαι (sygkinoúmai), passive voice of συγκινώ (“I move emotionally”).
συγκινημένος • (sygkiniménos) m (feminine συγκινημένη, neuter συγκινημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συγκινημένος • | συγκινημένη • | συγκινημένο • | συγκινημένοι • | συγκινημένες • | συγκινημένα • |
genitive | συγκινημένου • | συγκινημένης • | συγκινημένου • | συγκινημένων • | συγκινημένων • | συγκινημένων • |
accusative | συγκινημένο • | συγκινημένη • | συγκινημένο • | συγκινημένους • | συγκινημένες • | συγκινημένα • |
vocative | συγκινημένε • | συγκινημένη • | συγκινημένο • | συγκινημένοι • | συγκινημένες • | συγκινημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκινημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκινημένος, etc.) |