συνοπτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συνοπτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συνοπτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συνοπτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word συνοπτικός you have here. The definition of the word συνοπτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυνοπτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From σύνοψις (súnopsis) +‎ -τικός (-tikós).

Pronunciation

 

Adjective

σῠνοπτῐκός (sunoptikósm (feminine σῠνοπτῐκή, neuter σῠνοπτῐκόν); first/second declension

  1. seeing the whole together, taking a comprehensive view

Declension

Descendants

Further reading

Greek

Etymology

Learned borrowing from Koine Greek συνοπτικός (sunoptikós, brief, concise) (ancient sense: "viewing the whole"),[1] from σύνοπτ(ος) (súnopt(os)) (< συν- (syn-) + ὀπτός (optós, immediately visible)) + -ικός (-ikós)[2] Also see σύνοψη (sýnopsi) & οπτικός (optikós).

Pronunciation

  • IPA(key): /si.no.ptiˈkos/
  • Hyphenation: συ‧νο‧πτι‧κός
  • Old Hyphenation: συν‧ο‧πτι‧κός

Adjective

συνοπτικός (synoptikósm (feminine συνοπτική, neuter συνοπτικό)

  1. synoptic, concise, succinct

Declension

Declension of συνοπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνοπτικός (synoptikós) συνοπτική (synoptikí) συνοπτικό (synoptikó) συνοπτικοί (synoptikoí) συνοπτικές (synoptikés) συνοπτικά (synoptiká)
genitive συνοπτικού (synoptikoú) συνοπτικής (synoptikís) συνοπτικού (synoptikoú) συνοπτικών (synoptikón) συνοπτικών (synoptikón) συνοπτικών (synoptikón)
accusative συνοπτικό (synoptikó) συνοπτική (synoptikí) συνοπτικό (synoptikó) συνοπτικούς (synoptikoús) συνοπτικές (synoptikés) συνοπτικά (synoptiká)
vocative συνοπτικέ (synoptiké) συνοπτική (synoptikí) συνοπτικό (synoptikó) συνοπτικοί (synoptikoí) συνοπτικές (synoptikés) συνοπτικά (synoptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνοπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνοπτικός, etc.)

References

  1. ^ συνοπτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
  2. ^ συνοπτικός - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre