Hello, you have come here looking for the meaning of the word
τηλεφωνώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
τηλεφωνώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
τηλεφωνώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
τηλεφωνώ you have here. The definition of the word
τηλεφωνώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
τηλεφωνώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
- τηλεφωνάω (tilefonáo) (less formal, less frequent)
Etymology
Borrowed from French téléphoner or English telephone; by surface analysis, τηλέφωνο (tiléfono) + -ώ (-ó).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ti.le.foˈno/
- Hyphenation: τη‧λε‧φω‧νώ
Verb
τηλεφωνώ • (tilefonó) / τηλεφωνάω (past τηλεφώνησα, passive τηλεφωνιέμαι, p‑past τηλεφωνήθηκα)
- to telephone, phone
- (in the passive voice) to phone each other
Conjugation
τηλεφωνώ / τηλεφωνάω, τηλεφωνιέμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
τηλεφωνώ - τηλεφωνάω
|
τηλεφωνήσω
|
τηλεφωνιέμαι
|
τηλεφωνηθώ
|
2 sg
|
τηλεφωνείς - τηλεφωνάς
|
τηλεφωνήσεις
|
τηλεφωνιέσαι
|
τηλεφωνηθείς
|
3 sg
|
τηλεφωνεί - τηλεφωνάει
|
τηλεφωνήσει
|
τηλεφωνιέται
|
τηλεφωνηθεί
|
|
1 pl
|
τηλεφωνούμε - τηλεφωνάμε
|
τηλεφωνήσουμε, [-ομε]
|
τηλεφωνιόμαστε
|
τηλεφωνηθούμε
|
2 pl
|
τηλεφωνείτε - τηλεφωνάτε
|
τηλεφωνήσετε
|
τηλεφωνιέστε, (‑ιόσαστε)
|
τηλεφωνηθείτε
|
3 pl
|
τηλεφωνούν(ε) - τηλεφωνάνε, τηλεφωνάν
|
τηλεφωνήσουν(ε)
|
τηλεφωνιούνται, (‑ιόνται)
|
τηλεφωνηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
τηλεφωνούσα, τηλεφώναγα
|
τηλεφώνησα
|
τηλεφωνιόμουν(α)
|
τηλεφωνήθηκα
|
2 sg
|
τηλεφωνούσες, τηλεφώναγες
|
τηλεφώνησες
|
τηλεφωνιόσουν(α)
|
τηλεφωνήθηκες
|
3 sg
|
τηλεφωνούσε, τηλεφώναγε
|
τηλεφώνησε
|
τηλεφωνιόταν(ε)
|
τηλεφωνήθηκε
|
|
1 pl
|
τηλεφωνούσαμε, τηλεφωνάγαμε
|
τηλεφωνήσαμε
|
τηλεφωνιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
τηλεφωνηθήκαμε
|
2 pl
|
τηλεφωνούσατε, τηλεφωνάγατε
|
τηλεφωνήσατε
|
τηλεφωνιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
τηλεφωνηθήκατε
|
3 pl
|
τηλεφωνούσαν(ε), τηλεφώναγαν, τηλεφωνάγανε
|
τηλεφώνησαν, τηλεφωνήσαν(ε)
|
τηλεφωνιόνταν(ε), τηλεφωνιόντουσαν, τηλεφωνιούνταν
|
τηλεφωνήθηκαν, τηλεφωνηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα τηλεφωνώ - θα τηλεφωνάω ➤
|
θα τηλεφωνήσω ➤
|
θα τηλεφωνιέμαι ➤
|
θα τηλεφωνηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα τηλεφωνείς - θα τηλεφωνάς, …
|
θα τηλεφωνήσεις, …
|
θα τηλεφωνιέσαι, …
|
θα τηλεφωνηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … τηλεφωνήσει
|
έχω, έχεις, … τηλεφωνηθεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … τηλεφωνήσει
|
είχα, είχες, … τηλεφωνηθεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … τηλεφωνήσει
|
θα έχω, θα έχεις, … τηλεφωνηθεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
τηλεφώνα, τηλεφώναγε
|
τηλεφώνησε, τηλεφώνα
|
—
|
τηλεφωνήσου
|
2 pl
|
τηλεφωνείτε - τηλεφωνάτε
|
τηλεφωνήστε
|
τηλεφωνιέστε
|
τηλεφωνηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
τηλεφωνώντας ➤
|
[τηλεφωνούμενος, -η, -ο] ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας τηλεφωνήσει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
τηλεφωνήσει
|
τηλεφωνηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
References