(10th CE Byzantine) IPA(key): /ˈfe.nin/ (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ˈfe.nin/ φαίνειν • (phaínein) present active infinitive of φαίνω (phaínō)...
φαίνεσθον φαινέσθων φαίνεσθε φαινέσθων active middle/passive infinitive φαίνειν φαίνεσθαι participle m φαίνων φαινόμενος f φαίνουσᾰ φαινομένη n φαῖνον...
ἀπιθάνους τοὺς λέγοντας ὅτι καὶ σύκων ἐξαγωγὴ τὸ παλαιὸν ἀπείρητο, καὶ τὸ φαίνειν ἐνδεικνύμενον τοὺς ἐξάγοντας κληθῆναι συκοφαντεῖν] ouk àn oûn tis hēgḗsaito...