φοβερός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word φοβερός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word φοβερός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say φοβερός in singular and plural. Everything you need to know about the word φοβερός you have here. The definition of the word φοβερός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofφοβερός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From φόβος (phóbos, fear).

Adjective

φοβερός (phoberósm (feminine φοβερά, neuter φοβερόν); first/second declension

  1. fearful (inspiring fear), terrifying
  2. fearful (afraid), timid

References

Greek

Adjective

φοβερός (foverósm (feminine φοβερή, neuter φοβερό)

  1. frightening, terrifying, horrifying
  2. awesome, formidable, dreadful, fearful

Declension

Declension of φοβερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φοβερός (foverós) φοβερή (foverí) φοβερό (foveró) φοβεροί (foveroí) φοβερές (foverés) φοβερά (foverá)
genitive φοβερού (foveroú) φοβερής (foverís) φοβερού (foveroú) φοβερών (foverón) φοβερών (foverón) φοβερών (foverón)
accusative φοβερό (foveró) φοβερή (foverí) φοβερό (foveró) φοβερούς (foveroús) φοβερές (foverés) φοβερά (foverá)
vocative φοβερέ (foveré) φοβερή (foverí) φοβερό (foveró) φοβεροί (foveroí) φοβερές (foverés) φοβερά (foverá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φοβερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φοβερός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φοβερότερος (foveróteros) φοβερότερη (foveróteri) φοβερότερο (foverótero) φοβερότεροι (foveróteroi) φοβερότερες (foveróteres) φοβερότερα (foverótera)
genitive φοβερότερου (foveróterou) φοβερότερης (foveróteris) φοβερότερου (foveróterou) φοβερότερων (foveróteron) φοβερότερων (foveróteron) φοβερότερων (foveróteron)
accusative φοβερότερο (foverótero) φοβερότερη (foveróteri) φοβερότερο (foverótero) φοβερότερους (foveróterous) φοβερότερες (foveróteres) φοβερότερα (foverótera)
vocative φοβερότερε (foverótere) φοβερότερη (foveróteri) φοβερότερο (foverótero) φοβερότεροι (foveróteroi) φοβερότερες (foveróteres) φοβερότερα (foverótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φοβερότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φοβερότατος (foverótatos) φοβερότατη (foverótati) φοβερότατο (foverótato) φοβερότατοι (foverótatoi) φοβερότατες (foverótates) φοβερότατα (foverótata)
genitive φοβερότατου (foverótatou) φοβερότατης (foverótatis) φοβερότατου (foverótatou) φοβερότατων (foverótaton) φοβερότατων (foverótaton) φοβερότατων (foverótaton)
accusative φοβερότατο (foverótato) φοβερότατη (foverótati) φοβερότατο (foverótato) φοβερότατους (foverótatous) φοβερότατες (foverótates) φοβερότατα (foverótata)
vocative φοβερότατε (foverótate) φοβερότατη (foverótati) φοβερότατο (foverótato) φοβερότατοι (foverótatoi) φοβερότατες (foverótates) φοβερότατα (foverótata)
see: φόβος m (fóvos, fear)