φοβητσιάρης • (fovitsiáris) m (feminine φοβητσιάρα, neuter φοβητσιάρικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φοβητσιάρης • | φοβητσιάρα • | φοβητσιάρικο • | φοβητσιάρηδες • | φοβητσιάρες • | φοβητσιάρικα • |
genitive | φοβητσιάρη • | φοβητσιάρας • | φοβητσιάρικου • | φοβητσιάρηδων • | — | φοβητσιάρικων • |
accusative | φοβητσιάρη • | φοβητσιάρα • | φοβητσιάρικο • | φοβητσιάρηδες • | φοβητσιάρες • | φοβητσιάρικα • |
vocative | φοβητσιάρη • | φοβητσιάρα • | φοβητσιάρικο • | φοβητσιάρηδες • | φοβητσιάρες • | φοβητσιάρικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φοβητσιάρης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φοβητσιάρης, etc.) |