See also: φύσηξαν φυσήξαν • (fysíxan) third-person plural simple past of φυσώ (fysó)...
See also: φυσήξαν φύσηξαν • (fýsixan) third-person plural simple past of φυσώ (fysó)...
(‑ιόσαστε) φυσηχτήκατε, φυσηθήκατε 3 pl φυσούσαν(ε), φύσαγαν, (φυσάγανε) φύσηξαν, φυσήξαν(ε), φύσησαν, φυσήσαν(ε) φυσιόνταν(ε), φυσιόντουσαν, φυσιούνταν φυσήχτηκαν...